-
1 деревообрабатывающий
της επεξεργα-σίας/κατεργασίας της ξυλείας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > деревообрабатывающий
-
2 коробление
το λύγισμα, η παραμόρφωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > коробление
-
3 промышленность
η βιομηχανίαавтотракторная - κατασκευής αυτοκινήτων και ελκυστήρων/τρακτέρбумажная - η χαρτοβιομηχανία, η χαρτοποιίαдеревообрабатывающая - επεξεργασίας/κα-τεργασίας της ξυλείαςликёрно-водочная - παραγωγής αλκοολούχων/οινοπνευματωδών ποτώνмыловаренная - σαπωνο-ποϊί'ας, η σαπωνοβιομηχανίαнефтеперерабатывающая - επεξεργασίας/διΰ-λισης πετρελαίουхлопчатобумажная - ύφανσης βαμβακερών, η υφαντουργίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > промышленность
-
4 пропарка
η επεξεργασία με ατμό - бетона η σκλήρυνση του σκυροδέματος με ατμόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пропарка
-
5 участок
1. (часть земельной площади) το οικόπεδοстроительный - της οικοδομής, το εργοτάξιο2. (часть чего-л.) το τμήμα, η περιοχήлинейный - эл. γραμμικό -- цепи эл. - του κυκλώματος (производственный) η περιοχή (παραγωγής), ο τομέαςτο τμήμα παραγωγής4. (кусок, отрезок чего-л.) το μέρος 5. (область, сфера, отрасль деятельности) о τομέας, ο κλάδος 6. (подразделение чего-л.) το τμήμαизбирательный - το εκλογικό κέντρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > участок
-
6 лесной
επ.1. δασικός•-ые защитные полосы δασικές προστατευτικές ζώνες•
лесной сторож δασοφύλακας•
лесной пожар πυρκαγιά δάσους•
-ые насаждения δεντροφυτείες•
-ые богатства δασικός πλούτος•
-ая промышленность ξυλοβιομηχανία.
|| δασώδης, δασοσκεπής. || της ξυλείας•лесной склад αποθήκη ξυλείας.
2. δασολογικός•лесной институт ινστιτούτο δασολογίας.
-
7 машина
1. (механизм) το μηχάνημα, η μηχανήбетонирующая - παροχής σκυροδέματος, η μπετονιέραбрикетировочная (αχ.) - κατασκευής δεματίων/μπρικбумагоделательная - κατασκευής χαρτιού/χαρτοποιίαςволокноотдели-тельная - διαχωρισμού των ινών/νημάτωνвязальная текст. - η μηχανή πλεξίματος- для брикетирования кормов - δεματοποίησης των ζωοτροφών, κατασκευής μπρίκ των ζωοτροφώνземлеройная - εκσκαφής, εκσκαπτικό/χωματουρ-γικό -зерноочистительная - καθαρισμού των δημητριακών, η λιχνιστική μηχανήзолотопромывочная - πλυσίματος/εξό-ρυξης του χρυσούклепальная - καρφώματος/πριτσινίσματοςкопировально-множительная - το εκτυπωτικό σύστημα όφσετ(παλαιότερα η λιθογραφία)лесовалочная - κοπής/ξύ-λευσης του δάσουςмаркировочная - σήμανσης/μαρκαρίσματοςотделочная - τελειώματος/φινιρίσματοςпосадочная лес. - φύτευσηςрулевая - του πηδαλίου/τιμονιούсветокопировальная - φωτοτυπικό -, το φωτοτυπικόсортировочная - см. сортировальная -уборочная с.-х. - η συλλεκτι-κή/θεριστική μηχανήупаковочная - δεματοποίισης/πακεταρίσματοςчесальная - ξέσης, ο ξάντηςэлектронно-вычислительная(ЭВМ) - ο ηλεκτρικός υπολογιστής (Η/Υ)το κομπιούτερ (ξεν.)2. (двигатель) η μηχανή,ο κινητήραςпаровая - ατμοκίνητη -, η ατμομηχανήрулевая мор. - πηδαλίου3. (автомобиль) το αυτοκίνητο, το όχημαлегковая - επιβατικό -, разг. το αμάξιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > машина
-
8 варка
1. (водой, паром) η κατεργασία με ατμό 2. (готовка) το βράσιμοτο μαγείρε(υ)μαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > варка
-
9 инвентаризация
η απογραφή - леса - του δάσους ή της ξυλείαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > инвентаризация
-
10 клеймение
το σημάδεμα, το μαρκάρισμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > клеймение
-
11 коротьё
лес. οι κοντοί κορμοί της ξυλείας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коротьё
-
12 лесоинвентаризация
η απογραφή του δάσους/της ξυλείας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лесоинвентаризация
-
13 лесосушилка
ο ξηραντήρας της ξυλείας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лесосушилка
-
14 отлуп
(лес) η εσωτερική κυκλική ρωγμή (της ξυλείας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отлуп
-
15 оторцовка
лес. η (εγκάρσια) κοπή των άκρων (της ξυλείας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оторцовка
-
16 пропитка
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пропитка
-
17 разбухание
1. (от влаги) η διόγκωση, η εξόγκωση, η διαστολή, το φούσκωμα 2. бот. (о почках) το γέμισμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разбухание
-
18 усушка
1. (количество потерянного товаром веса при высыхании) η απώλεια βάρους (λόγω ξήρανσης) 2. (процесс) η ξήρανσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > усушка
-
19 косослой
-я α.η λοξή κατεύθυνση των ινών της ξυλείας. -
20 сплоточный
επ.της πλωτής ξυλείας. || της σύνδεσης ξυλείας.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… … Dictionary of Greek
δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… … Dictionary of Greek
δασός — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
Γκαμπόν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκαμπόν Έκταση: 267.667 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.308.500 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Λιμπρεβίλ (541.000 κάτ. το 2002)Κράτος της βορειοδυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Ισημερινή Γουινέα και το Καμερούν, Α και Ν με τη… … Dictionary of Greek
Κόστα Ρίκα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κόστα Ρίκα Έκταση: 51.100 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.834.934 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Σαν Χοσέ (313.262 κάτ. το 2000)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Νικαράγουα και στα ΝΑ με τον Παναμά, ενώ βρέχεται… … Dictionary of Greek
Ουγκάντα — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με το Σουδάν, Α με την Κένυα, Δ με τη Δημοκρατία του Κονγκό· Ν ορίζεται κατά μεγάλο μέρος από τη λίμνη της Βικτόριας και μόνο στο δυτικό τμήμα συνορεύει με την Τανζανία και με τη Ρουάντα.Η Ο. (η ονομασία … Dictionary of Greek
ξηραντήρες — Συσκευές στις οποίες γίνεται η ξήρανση των στερεών ουσιών. Η αρχή της λειτουργίας τους συνίσταται στην επαφή του υλικού με θερμό αέρα, σε θερμοκρασία λιγότερο ή περισσότερο υψηλή, και στη διοχέτευση, στο εσωτερικό της συσκευής, του θερμού ακόμα… … Dictionary of Greek